μετατροπία

μετατροπία
Μουσικός όρος που σημαίνει το πέρασμα από μια τονικότητα σε άλλη, στα πλαίσια μιας μουσικής φράσης ή περιόδου. Ο όρος συναντάται από πολύ νωρίς (ο Άγιος Αυγουστίνος, κατά τα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., χρησιμοποιεί τον όρο modulari) και αρχικά σήμαινε τη διδασκαλία ενός εκκλησιαστικού ύμνου με βάση τον τρόπο (modus) που του άρμοζε περισσότερο. Αργότερα ο ίδιος όρος σήμαινε και μετάβαση από τον ένα τρόπο στον άλλο. Toν 17o αι., όταν οι μεσαιωνικοί εκκλησιαστικοί τρόποι αντικαταστάθηκαν από τις μείζονες και ελάσσονες κλίμακες, που αποτέλεσαν τη βάση του διατονικού συστήματος, η μ. συνδέθηκε στενά με τη λειτουργία των μουσικών πτώσεων, γι’ αυτό και συντελείται πλέον σύμφωνα με ορισμένους αρμονικούς κανόνες, που αποσκοπούν στη δημιουργία μιας ομαλής και χωρίς χάσματα διαδοχής μελωδιών και συγχορδιών. Η απλούστερη και πιο συνηθισμένη μ. είναι εκείνη που συντελείται μεταξύ συγγενικών τονικοτήτων, για παράδειγμα μεταξύ ντο, σολ και φα μείζονος ή ελάσσονος. Αντίθετα, η μετάβαση σε απομακρυσμένες τονικότητες (για παράδειγμα ντο μείζονα – σολ μείζονα) απαιτεί, σύμφωνα τουλάχιστον με τους κανόνες του διατονικού συστήματος, όπως καταγράφηκαν τον 18o αι., μακρά και προσεκτική αρμονική προπαρασκευή. Φυσικά η μ., έτσι όπως είναι στενά συνυφασμένη με την ιδέα της τονικότητας, είναι ολότελα ξένη προς κάθε σύστημα που βασίζεται στην ατονικότητα.
* * *
η (Α μετατροπία) [μετάτροπος]
νεοελλ.
μουσ. η μετάβαση από μια αρχική τονικότητα στο κλίμα τής άλλης, με την προσφυγή είτε τής μελωδίας είτε τών συνοδευτικών φωνών στις βαθμίδες τής δεύτερης
αρχ.
1. τροπή ή μεταστροφή τής τύχης
2. (κατ' επέκτ.) ανατροπή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μετατροπίαις — μετατροπία turn of fortune fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άυλος — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • αμετάβολος — η, ο (Α ἀμετάβολος, ον) [μεταβάλλω] αυτός που δεν μεταβλήθηκε ή δεν μεταβάλλεται, ο αμετάβλητος αρχ. (ως μουσικός όρος) (σύστημα, αρμονία) χωρίς μετατροπία ή μετατονισμό, δηλαδή μετάβαση από τον έναν τόνο στον άλλο …   Dictionary of Greek

  • αυλός — Πνευστό μουσικό όργανο αρχαιότατης προέλευσης. Αιγυπτιακές τοιχογραφίες μάς πληροφορούν ότι οι Αιγύπτιοι γνώριζαν τουλάχιστον τρία είδη α.: τους ευθύαυλους μιμ με επιστόμιο και πέντε οπές, τους πλαγίαυλους σέμπι, που παίζονταν περίπου όπως και τα …   Dictionary of Greek

  • μεταβολή — Στη στατιστική δηλώνει το μέγεθος που δείχνει τη μεταβλητότητα ενός χαρακτήρα ή φαινομένου. Υπολογίζεται μέσω μιας μαθηματικής σειράς ή στατιστικής ταξινόμησης σε σειρά ή, γενικότερα, μέσω μιας μεταβλητής ή κυμαινόμενης στατιστικής. Η μ., που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”